- Ἐγόγγυζον
- Ропталиἐγόγγυζον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐγόγγυζον — γογγύζω mutter imperf ind act 3rd pl γογγύζω mutter imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)